- διέσεις
- δίεσιςsending throughfem nom/voc pl (attic epic)δίεσιςsending throughfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκλυση — η (AM ἔκλυσις) 1. το να λύνεται, να απελευθερώνεται κάποιος ή κάτι από ό,τι τόν δεσμεύει 2. ηθική χαλάρωση, απαλλαγή από ηθικές δεσμεύσεις «έκλυση ηθών» νεοελλ. φρ. «έκλυση ενέργειας» αποδέσμευση, απελευθέρωση ενέργειας ή ραδιενέργειας και… … Dictionary of Greek
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek